μεταδοτικός

μεταδοτικός
-ή, -ό (ΑM μεταδοτικός, -ή, -όν) [μεταδίδω]
νεοελλ.
1. (κυρίως για διδάσκοντα) αυτός που έχει την ικανότητα να μεταδίδει κάτι, ιδίως τις γνώσεις του, με τρόπο σαφή και μεθοδικό
2. (για νόσημα) αυτός που μεταδίδεται εύκολα από άρρωστο άτομο σε υγιές, κολλητικός, μολυσματικός
3. (γενικά) αυτός που μεταδίδεται εύκολα από τον έναν στον άλλο («το γέλιο είναι μεταδοτικό»)
4. το ουδ. ως ουσ. το μεταδοτικό
η επιτηδειότητα τού να καθιστά κάποιος αντιληπτά τα διδασκόμενα, η μεταδοτικότητα
μσν.-αρχ.
αυτός που προσφέρει δώρα με προθυμία, ελευθέριος, γενναιόδωρος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδοτικόν
η πρόθυμη προσφορά, η ελευθεριότητα, η γενναιοδωρία.
επίρρ...
μεταδοτικώς και -ά (Α μεταδοτικῶς)
με μεταδοτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταδοτικός — disposed to impart masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδοτικός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να μεταδίνει τις γνώσεις του και να γίνεται κατανοητός από τους άλλους: Μεταδοτικός καθηγητής. 2. αυτός που μεταδίνεται από άτομο σε άτομο, ο κολλητικός: Προσβλήθηκε από μεταδοτικό νόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταδοτικά — μεταδοτικός disposed to impart neut nom/voc/acc pl μεταδοτικά̱ , μεταδοτικός disposed to impart fem nom/voc/acc dual μεταδοτικά̱ , μεταδοτικός disposed to impart fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδοτικῶν — μεταδοτικός disposed to impart fem gen pl μεταδοτικός disposed to impart masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδοτικόν — μεταδοτικός disposed to impart masc acc sg μεταδοτικός disposed to impart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδοτικαί — μεταδοτικός disposed to impart fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδοτικοῦ — μεταδοτικός disposed to impart masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδοτικούς — μεταδοτικός disposed to impart masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδοτικῆς — μεταδοτικός disposed to impart fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδοτικῇ — μεταδοτικός disposed to impart fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”